war cry
From LSJ
Γέρων γενόμενος μὴ γάμει νεωτέραν → Ne ducas iuniorem, si fueris senex → Wenn du gealtert, nimm dir keine junge Frau
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. βοή, ἡ, ἀλαλή, ἡ, ἀλαλά, ἡ, ἀϋτή, ἡ, ἀλαλητός, ὁ, ἀλαλατός, ὁ.
raise the war-cry: P. and V. ἐπαλαλάζειν (Xen.), ἀναλαλάζειν (Xen.).