ἐλελεῦ

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλελεῦ Medium diacritics: ἐλελεῦ Low diacritics: ελελεύ Capitals: ΕΛΕΛΕΥ
Transliteration A: eleleû Transliteration B: eleleu Transliteration C: eleley Beta Code: e)leleu=

English (LSJ)

doubled ἐλελεῦ ἐλελεῦ, a cry of pain, A.Pr.877 (anap.); also an exclamation used at the ceremony of the ὠσχοφόρια, Plu.Thes. 22:—in form ἐλελελεῦ, a war-cry, Ar.Av.364, cf. Sch.ad loc.

Spanish (DGE)

eleleu grito de dolor, A.Pr.877
exclamación usada en las Oscoforias, Plu.Thes.22.

German (Pape)

[Seite 794] auch ἐλελελελεῦ, ein Kriegsgeschrei, wie ἀλαλά, hurrah! Ar. Av. 364; ein Wehruf, Aesch. Prom. 879; auch bei Festaufzügen als Jubelruf, Plut. Thes. 22.

French (Bailly abrégé)

interj.
cri de douleur ou de joie.
Étymologie: onomatopée.

Russian (Dvoretsky)

ἐλελεῦ: Arph. ἐλελελεῦ interj.
1 (боевой клич) ура! (ἐ., χώρει Arph.);
2 (возглас скорби) о горе!, увы! Aesch.;
3 (возглас ликования) (ἐπιφωνεῖν ταῖς σπονδαῖς ἐ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐλελεῦ: ἢ διπλοῦν ἐλελεῦ ἐλελεῦ, ὡς τὸ ἀλαλά, «ἐπίφθεγμα πολεμικόν, οἱ προσιόντες γὰρ εἰς πόλεμον τὸ ἐλελεῦ ἐφώνουν μετά τινος ἐμμελοῦς κινήσεως, καθ’ ὃ καὶ Ἀχαιὸς Ἐρετριεὺς ἐν τῷ Φιλοκτήτῃ ποιεῖ τὸν Ἀγαμέμνονα παραγγέλλοντα τοῖς Ἀχαιοῖς (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 364· καθόλου, πᾶσα κραυγή, πόνου, Αἰσχύλ. Πρ. 877· χαρᾶς, Πλουτ. Θησ. 22.

Greek Monolingual

ἐλελεῡ και ἐλελελεῡ (Α)
επιφών.
1. πολεμική κραυγή κατά την έναρξη της μάχης
2. κραυγή πόνου
3. αλαλαγμός χαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ονοματοποιημένη λέξη, που αποτελούσε κυρίως πολεμική κραυγή αλλά εξέφραζε επίσης χαρά ή πόνο (πρβλ. αλαλά, ολολύζω)].

Greek Monotonic

ἐλελεῦ: ή διπλό ἐλελεῦ ἐλελεῦ, πολεμική ιαχή, κραυγή, σε Αριστοφ.· γενικά, οποιαδήποτε κραυγή, σε Αισχύλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: interjection
Meaning: cry of pain (A. Pr. 877), war-cry (Ar. Av. 364: ἐλελελεῦ), cry in gen. (Plu. Thes. 22).
Derivatives: ἐλελίζω, aor. ελελίξαι raise a cry of pain or of war (ἐλελεῦ) (Ar., E.); also ἐλελύσδω (Sapph. 44, 31 LP; v.l. ὀλολύσδω).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations].
Etymology: Primary interjection, cf. ἀλαλά, -άζω and ὀλολύζω; s. Schwyzer 716, Schwyzer-Debrunner 600f.

Middle Liddell

ἐλελεῦ, or doubled ἐλελεῦ ἐλελεῦ, a war-cry, Ar.: generally any cry, Aesch.

Frisk Etymology German

ἐλελεῦ: {eleleũ}
Meaning: Wehruf (A. Pr. 877), Kriegsruf (Ar. Av. 364: ἐλελελεῦ), Ausruf im allg. (Plu. Thes. 22).
Derivative: Davon 1. ἐλελίζω, Aor. ελελίξαι ‘einen Wehruf oder Kriegsruf (ἐλελεῦ) erheben’ (Ar., E., X. u. a.); auch ἐλελύσδω (Sapph. 44, 31 LP; v.l. ὀλολύσδω).
Etymology: Primäre Interjektion, vgl. ἀλαλά, -άζω (m. Lit.) und ὀλολύζω; dazu Schwyzer 716, Schwyzer-Debrunner 600f.
Page 1,488