περίορθρον
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
German (Pape)
[Seite 585] τό, = περιόρθριον, Thuc. 2, 3.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
point du jour.
Étymologie: περί, ὄρθρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίορθρον -ου, τό [περί, ὄρθρος] ochtendschemering.
Russian (Dvoretsky)
περίορθρον: τό рассвет Thuc.
English (Woodhouse)
(see also: περίορθρος) time just before daybreak