κατήχησις

From LSJ
Revision as of 05:43, 21 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατήχησις Medium diacritics: κατήχησις Low diacritics: κατήχησις Capitals: ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ
Transliteration A: katḗchēsis Transliteration B: katēchēsis Transliteration C: katichisis Beta Code: kath/xhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A instruction by word of mouth: generally, instruction, Hp.Praec.13, Cic.Att.15.12.2, D.H. Dem.50, Din.7, Ath.Med. ap. Orib.inc.21.6, S.E.M.1.7; διὰ τὴν κ. τῶν συνόντων by communication with companions, in bad sense, Chrysipp.Stoic.3.54, cf.55, Gal.5.463. II accompaniment of the monochord by louder instruments which drown its tune, Ptol.Harm.2.12 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1401] ἡ, Ergötzung durch Töne, mündlicher Unterricht, Hippocr., D. Hal. de vi Dem. 50 u. Sp.; bes. in den christlichen Glaubenslehren, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

κατήχησις: -εως, ἡ, διὰ τοῦ ἤχου καταγοήτευσις, διδασκαλία διὰ ζώσης ἠχηρᾶς φωνῆς· καθόλου, διδασκαλία, Ἱππ. 28. 25, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 50, π. Δεινάρχ. 7· διὰ τὴν κ. τῶν συνόντων, διὰ τὴν συγκοινωνίαν μετὰ συντρόφων, ἐπὶ κακῆς σημασίας, Ζήνων παρὰ Διογ. Λ. 7. 89·- παρ’ Ἐκκλ., ἡ διδασκαλία τῶν κατηχουμένων, ἡ διδασκαλία τῶν δογμάτων τῆς Χριστ. θρησκείας.

Russian (Dvoretsky)

κατήχησις: εως ἡ (устное) поучение, назидание Zenon ap. Diog. L.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατήχησις -εως, ἡ κατηχέω (mondeling) onderwijs. Hp.