κατηχέω

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατηχέω Medium diacritics: κατηχέω Low diacritics: κατηχέω Capitals: ΚΑΤΗΧΕΩ
Transliteration A: katēchéō Transliteration B: katēcheō Transliteration C: katicheo Beta Code: kathxe/w

English (LSJ)

A resound, sound over or sound through, ἁρμονία κ. τῆς θαλάττης Philostr. Im.1.19, cf.2.12.
2 sound amiss, opp. συνηχέω, Vitr.5.8.1.
II cause to sound in the ears, teach by word of mouth: hence generally, instruct, κ. τινὰ πολλὰ τῶν ἀγνοουμένων Agrippa 11 ap.J.Vit.65, cf. Luc.Asin.48, PStrassb.41.37 (iii A.D.):—Pass., to be informed or be instructed, περί τινος Act.Ap.21.21; κατηχέω ὅτι… Ph.2.575; ὥσπερ κατηχήμεθα S.E.M.5.5.
2 in NT, catechize, instruct in doctrine, instruct in the elements of religion, 1 Ep.Cor.14.19:—Pass., περὶ ὧν κατηχήθης λόγων Ev.Luc.1.4; ὁ κατηχούμενος τὸν λόγον Ep.Gal.6.6; κατηχημένος τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου Act.Ap.18.25, cf. Porph. Chr.26.

German (Pape)

[Seite 1401] entgegentönen, umtönen, durch den Klang ergötzen, bezaubern, Sp.; – mündlich unterrichten, belehren, Luc. Asin. 48, dem διδάσκειν entsprechend; so bes. N.T. u. K. S., auch pass. κατηχεῖσθαι, unterrichtet werden, lernen.

French (Bailly abrégé)

κατηχῶ :
faire retentir aux oreilles ; instruire de vive voix.
Étymologie: κατά, ἠχέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ηχέω (mondeling) onderwijzen; spec. christ. catechiseren; NT; ptc. subst. ὁ κατηχούμενος catechumeen, leerling. NT.

Russian (Dvoretsky)

κατηχέω: (устно) поучать, обучать (μύθοις Luc.; περί τινος NT, Plut.; τινά τι и ἔκ τινος NT).

Greek (Liddell-Scott)

κατηχέω: ἰσχυρῶς ἠχῶ, γεμίζω ἀπὸ ἦχον, Φιλόστρ. 791. 2) ἠχῶ παραφώνως, ἀντίθ. τῷ συνηχέω, Βιτρούβ. 5. 8. ΙΙ. διὰ τοῦ ἤχου τέρπω, καθηδύνω, καταγοητεύω, διδάσκω ἀπὸ στόματος ἢ διὰ ζώσης φωνῆς· ἀκολούθως, καθόλου, διδάσκω, Λατ. informare, Λουκ. Ὄν. 48· κ. μύθοις ὁ αὐτ. ἐν Διῒ Τραγ. 39, πρβλ. κατᾴδω καὶ καταυλέω.- Παθ., πληροφοροῦμαι, περί τινος Πράξ. Ἀπ. κα΄, 21· κ. ὅτι…, Φίλων 2. 575· Ἡσύχ. «κατηχούμενος, διδασκόμενος, παιδευόμενος». 2) παρὰ τοῖς Χριστιανοῖς συγγραφ., διδάσκω τὰ στοιχεῖα τῆς θρησκείας, Α΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ιδ΄, 19, καὶ Ἐκκλ.-Παθ., ὁ κατηχούμενος τὸν λόγον Ἐπιστ. π. Γαλ. 6. 6· οἱ κατηχούμενοι, οἱ νεωστὶ ἐπιστραφέντες εἰς τὸν Χριστιανισμὸν καὶ διδασκόμενοι πρὶν ἢ βαπτισθῶσι, Ἐκκλ.

English (Strong)

from κατά and ἦχος; to sound down into the ears, i.e. (by implication) to indoctrinate ("catechize") or (genitive case) to apprise of: inform, instruct, teach.

English (Thayer)

κατήχω: 1st aorist κατήχησα; passive, present κατηχοῦμαι; perfect κατήχημαι; 1st aorist κατηχήθην; nowhere met with in the O. T.; very rare in secular authors;
1. properly, to sound toward, sound down upon, resound: ἁρμονία κατηχει τῆς θαλαττης, Philostr., p. 791 (icon. 1,19); to charm with resounding sound, to fascinate, τινα μύθοις, Lucian, Jup. trag. 39.
2. to teach orally, to instruct: Lucian, asin. § 48; Philopatr. 17. In the N.T. only used by Luke and Paul: τινα, ἐκ τοῦ νόμου, by bearing the law, accustomed to be publicly read in the synagogues, αὐτός σε πολλά κατηχήσω τῶν ἀγνωυμενων, Josephus, de vita sua §65 at the end; with accusative of a thing and of a person, τοῦ ἀληθοῦς λόγου βραχέα κατηχησας με, Clement. hom. 1,13; passive with the accusative of the thing: τήν ὁδόν τοῦ κυρίου, τόν λόγον, περί τῶν λόγων, οὕς κατηχήθης (see below).
3. to inform by word of mouth; passive to be orally informed: followed by ὅτι, Philo de leg. ad Gaium § 30; περί τίνος (the genitive of person), followed by ὅτι, ὧν, κατήχηνται περί σου i. e. τούτων, ἅ κτλ., κατηχηθεις περί τῶν συμβεβηκότων (pseudo-) Plutarch, de fluviis (7,2); 8,1; 7,1). To this construction the majority refer τήν ἀσφάλειαν τῶν λόγων, περί ὧν κατηχήθης (Winer's Grammar, 165 (156); Buttmann, § 143,7; (see above)). Cf. Gilbert, Dissertatio de christianae catecheseos historia (Lipsius 1836) Part i., p. 1ff; Zezschwitz, System der christl. Katechetik (Leipz. 1863) i., p. 17ff; (and for ecclesiastical usage, Suicer, Thesaurus 2:69 ff; Sophocles' Lexicon, under the word).

Greek Monotonic

κατηχέω: μέλ. -ήσω,
1. αντηχώ στα αυτιά κάποιου, διδάσκω μέσω λόγων που βγαίνουν από το στόμα, καθοδηγώ, κατευθύνω, σε Λουκ. — Παθ., πληροφορούμαι, σε Καινή Διαθήκη
2. στους Χριστιανούς συγγραφείς, διδάσκω τις αλήθειες της χριστιανικής θρησκείας, στο ίδ.

Greek Monolingual

(AM κατηχῶ, κατηχέω)
1. διδάσκω σε κάποιον τα βασικά δόγματα και τις ηθικές αρχές της χριστιανικής θρησκείας («ἵνα τοὺς ἄλλους κατηχήσω», ΚΔ)
2. (γενικά) δασκαλεύω, διδάσκω, μυώ, εισάγω κάποιον
νεοελλ.
νουθετώ, συμβουλεύω
νεοελλ.-μσν.
επιπλήττω, κατακρίνω
μσν.
1. αναγγέλλω, διαλαλώ
2. κάνω κήρυγμα, κηρύττω
αρχ.
1. ηχώ δυνατά, γεμίζω με ήχο
2. ηχώ εσφαλμένα
3. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ κατηχούμενος, ή κατηχουμένη, τὸ κατηχούμενον
αυτός που κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους άκουγε προπαρασκευαστικά τη χριστιανική διδασκαλία, προτού μπει στους κόλπους της Εκκλησίας με το βάπτισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἠχῶ. Η λ. απαντά στους μεταγενέστερους χρόνους με τις σημ. «ηχώ δυνατά» και «διδάσκω προφορικά», απ' όπου έλαβε τη γενικότερη σημ. «καθοδηγώ» — με την εξειδικευμένη έννοια «μυώ κάποιον στα δόγματα της χριστιανικής θρησκείας» η λ. απαντά αρχικά στην ΚΔ και στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς].

Middle Liddell

fut. ήσω
1. to sound a thing in one's ears, to teach by word of mouth, to instruct, Luc.:—Pass. to be informed, NTest.
2. in Christian writers, to instruct in the elements of religion, NTest.

Chinese

原文音譯:kathcšw 卡特-誒黑哦
詞類次數:動詞(8)
原文字根:向下-回響
字義溯源:充滿聲音,教誨,施教者,教導,受教,受教導,引導,供給知識,聽見人說,聽見,學得;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἦχος 1/ ἦχος 2/ ἠχώ)*=聲音)組成。參讀 (διδάσκω) (εἰσάγω)同義字
出現次數:總共(8);路(1);徒(3);羅(1);林前(1);加(2)
譯字彙編
1) 受教(1) 加6:6;
2) 施教者(1) 加6:6;
3) 他們⋯曾聽見(1) 徒21:24;
4) 教導(1) 林前14:19;
5) 受了教導(1) 羅2:18;
6) 受過教導(1) 徒18:25;
7) 他們聽見人說(1) 徒21:21;
8) 你所學得的(1) 路1:4