αριστείο

From LSJ
Revision as of 15:05, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source

Greek Monolingual

, το (Α άριστεῖα, τα κ. ιων. -ήϊα) αριστεύω
η αμοιβή, το έπαθλο που απονέμεται για ανδρεία ή γενναιοφροσύνη
νεοελλ.
το πρώτο βραβείο, τα πρωτεία για επίδοση και υπεροχή στις σπουδές ή στην κοινωνική και ηθική κυρίως δράση
αρχ.
(στον ενικό) τὸ ἀριστεῖον
μνημείο ανδρείας ή γενναιότητας.