Βακχεῖον

From LSJ
Revision as of 15:10, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Βακχεῖον Medium diacritics: Βακχεῖον Low diacritics: Βακχείον Capitals: ΒΑΚΧΕΙΟΝ
Transliteration A: Bakcheîon Transliteration B: Bakcheion Transliteration C: Vakcheion Beta Code: *bakxei=on

English (LSJ)

τό,
A Bacchic revelry, Ar.Lys.I: pl., Id.Ra.357; Βάκχια, dub. l. in E.Ba.126.
2 congregation of Bacchic worshippers, IG7.107 (Megara, ii A. D.), Archivesdes Missions 1876.150 (Perinthus).
b sanctuary of Bacchus or shrine of Bacchus, SEG37.601 (Thrace, iii a.d.); cf. β. τελεστήριον, νάρθηξ, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

Βακχεῖον: τό, ὁ ναὸς τοῦ Βάκχου, Ἀριστοφ. Λυσ. 1. ΙΙ. βακχικὴ μανία, Εὐρ. Φοιν. 21· - κατὰ πληθ., βακχικὰ ὄργια, Ἀριστοφ. Βατρ. 357· ὡσαύτως, Βάκχια Εὐρ. Βάκχ. 126 (ἔνθα ἴδε Δινδ.).

Greek Monolingual

Βακχεῖον, το (Α)
1. ο ναός του Βάκχου
2. η βακχική μανία
3. πληθ. Βακχεῖα και Βάκχια, τα
τα βακχικά όργια.

Greek Monotonic

Βακχεῖον: τό,
I. ναός του Βάκχου, σε Αριστοφ.
II. βακχικό παραλήρημα, σε Ευρ.· στον πληθ., τα βακχικά όργια, σε Αριστοφ.· επίσης με παρόμοια σημασία, Βάκχια, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

Βακχεῖον: τό святилище Вакха Luc.

Middle Liddell


I. the temple of Bacchus, Ar.
II. Bacchic revelry, Eur.:—in pl. Bacchic orgies, Ar.; also Βάκχια, Eur.

English (Woodhouse)

temple of Bacchus

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)