συνεννοώ
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
Greek Monolingual
συνεννοῶ, -έω, ΝΜΑ
νεοελλ.
(μόνο το μέσ.) συνεννοούμαι
α) καταλήγω σε κοινή απόφαση με κάποιον ύστερα από ανταλλαγή σκέψεων
β) ανταλλάσσω σκέψεις («συνεννοούνται ακόμη και δεν είναι γνωστό πότε θα συμφωνήσουν»)
γ) κατανοώ κάποιον που και αυτός μέ καταλαβαίνει («δεν μπορώ να συνεννοηθώ με έναν Άγγλο»)
δ) κάνω μυστική συμφωνία
μσν.
μέσ. φέρνω στον νου μου, θυμάμαι («συνεννοησάμενος καὶ αὐτὸς τὸ τοῦ τραγικοῦ», Ευστ.)
μσν.-αρχ.
συλλογίζομαι μαζί ή συγχρόνως.