σύλλεξις
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
εως, ἡ, contribution, Antiph.210, cf. Poll.6.179.
German (Pape)
[Seite 975] ἡ, das Zusammenlesen, -bringen, Versammeln, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σύλλεξις: -εως, ἡ, συνεισφορά, ἔρανος, Ἀντιφάνης ἐν «Τυρρηνῷ» 1, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 179.
Greek Monolingual
-έξεως, ἡ, Α συλλέγω
1. συλλογή, συγκέντρωση
2. έρανος, συνεισφορά.