συνεντείνω

From LSJ
Revision as of 20:15, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεντείνω Medium diacritics: συνεντείνω Low diacritics: συνεντείνω Capitals: ΣΥΝΕΝΤΕΙΝΩ
Transliteration A: synenteínō Transliteration B: synenteinō Transliteration C: synenteino Beta Code: sunentei/nw

English (LSJ)

put on the stretch together, τὸ πνεῦμα Sor.1.70b; τοὺς κατ' ἐπιγάστριον μῦς Gal.6.173:—Med., exert oneself also, -ομένης ἅμα τῆς κυούσης Sor. 1.73:—Pass., to be on the stretch together, ψυχὴ σ. σώματι Muson. Fr.11p.58H., cf. Stoic.2.234, Gal.6.177, v.l. for συνεκ- in Placit.4.13.11.

Greek (Liddell-Scott)

συνεντείνω: ἐντείνω ὁμοῦ, παραινετέον αὐταῖς συνεντείνειν τὸ πνεῦμα Σωραν. περὶ Γυναικ. Παθῶν 88 ἐν τέλει, ἔκδ. Dietz. ― Παθ., ὁμοῦ ἐκτείνομαι, τὴν ψυχὴν συνεντεινομένην τῷ σώματι Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 370. 34.

French (Bailly abrégé)

tendre en même temps, tenir également tendu.
Étymologie: σύν, ἐντείνω.

Greek Monolingual

Α
1. τεντώνω μαζί («συνεντείνειν τοὺς κατ' ἐπιγάστριον μῦς», Γαλ.)
2. μτφ. προσδίδω μεγαλύτερη ένταση σε κάτι («ψυχὴ συνεντείνεται σώματι», Μουσών.).