συμπληρώνω

From LSJ
Revision as of 09:00, 29 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ναῡς" to "ναῦς")

ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness

Source

Greek Monolingual

συμπληρῶ, -όω, ΝΜΑ
1. καθιστώ πλήρες κάτι, προσθέτω ό,τι του λείπει (α. «συμπληρώνω τα κενά» β. «ἕν τι τῶν συμπληρούντων τοῦτο», Πλωτίν.
γ. «συμπεπληρωμένα πᾱσι τοῖς οἰκείοις μορίοις», Αριστοτ.)
2. ολοκληρώνω, αποτελειώνω («συμπληρώσας τὸν λόγον», Γαλ.)
αρχ.
1. γεμίζω εντελώς κάτι («ἐνίοις δ' ἀντὶ τούτων συμπληροῑ τὸ μεταξὺ τῶν ποδῶν», Αριστοτ.)
2. εκπληρώνω, πραγματοποιώ
3. φρ. «συμπληρῶ ναῦς» — εξοπλίζω και επανδρώνω τα πλοία (Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πληρῶ].