ἐλευθέρα Κόρκυρα· χέζ' ὅπου θέλεις → Corfu is free; shit where you want
v. δίω.
v. δίεμαι.
δίομαι: ἴδε ἐν λ. δίω.
δίομαι: [med. к δίω Aesch. v.l. = δίεμαι.