δαιμονιοπληξία
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ἡ, being smitten by evil spirits, being possessed by evil spirits, being possessed, v. δαιμονιόπληκτος, Ptol. Tetr. 170, Petas. ap. Olymp.Alch. p. 95 B.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): δαιμονο- Petasius en Olymp.Alch.97.17
estado de posesión por un espíritu maligno, Ptol.Tetr.3.15.5, Petasius l.c., Olymp.Alch.95.20.
German (Pape)
[Seite 514] ἡ, der Zustand des vorigen, Sp.
Greek Monolingual
δαιμονιοπληξία, η (AM) δαιμονιόπληκτος
το να έχει κάποιος χτυπηθεί από δαιμόνιο.