δειγματισμός
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A public inspection, verification, PSI4.358.8 (iii B.C.), OGI90.30 (Rosetta), BGU246.6 (ii/iii A.D.), al. III putting to shame, exposure, in plural, Vett.Val.43.26, Heph.Astr.2.32,34, PRyl.1.28.70 (iv A.D.).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 comprobación, control, inspección de muestras de productos agrícolas PLugd.Bat.20.13.8, 21 (III a.C.), Wilcken Chr.304.3, 12 (III a.C.), OGI 90.30 (Roseta II a.C.), BGU 246.6 (II/III d.C.).
2 exposición a la vergüenza pública συμβήσεται ... μετὰ δόξης δ. Vett.Val.236.9, en plu. δειγματισμοὺς ἀναδέχονται Vett.Val.43.1, cf. 45.11, 69.31, 408.8, Heph.Astr.2.34.18, 36.16, Melamp. en PRyl.28.70.
Greek (Liddell-Scott)
δειγματισμός: οῦ,ὁ, ἔκθεσις,δημοσία ἔκθεσις(;),Ἐπιγραφ. Ροσέττ.ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4697.30.
Greek Monolingual
ο (AM δειγματισμός) δειγματίζω
η δειγματοληψία
αρχ.
1. δείγμα
2. διασυρμός, διαπόμπευση για παραδειγματισμό.