δεδαίαται
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
v. δαίω(B). δεδάλας· δέσμας, Id. δέδαλοι· προμαχῶνες, Id. δέδασται, v. δατέομαι.
Spanish (DGE)
v. δαίομαι.
German (Pape)
[Seite 534] zu δαίω theilen; – δέδηε, δεδήει, zu δαίω brennen.
Greek (Liddell-Scott)
δεδαίαται: ἴδε ἐν λ. δαίω (Β).
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. pf. épq. de δαίομαι.
English (Autenrieth)
see δατέομαι.
Greek Monotonic
δεδαίαται: γʹ πληθ. Παθ. Επικ. παρακ. του δαίω Β, διαχωρίζω, διαμοιράζω, διαιρώ.
Russian (Dvoretsky)
δεδαίαται: эп. 3 л. pl. pf. pass. к δαίω I.