δεδαίαται
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
v. δαίω(B). δεδάλας· δέσμας, Id. δέδαλοι· προμαχῶνες, Id. δέδασται, v. δατέομαι.
Spanish (DGE)
v. δαίομαι.
German (Pape)
[Seite 534] zu δαίω teilen; – δέδηε, δεδήει, zu δαίω brennen.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. pf. épq. de δαίομαι.
Russian (Dvoretsky)
δεδαίαται: эп. 3 л. pl. pf. pass. к δαίω I.
Greek (Liddell-Scott)
δεδαίαται: ἴδε ἐν λ. δαίω (Β).
English (Autenrieth)
see δατέομαι.
Greek Monotonic
δεδαίαται: γʹ πληθ. Παθ. Επικ. παρακ. του δαίω Β, διαχωρίζω, διαμοιράζω, διαιρώ.