δεδαίαται

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεδαίαται Medium diacritics: δεδαίαται Low diacritics: δεδαίαται Capitals: ΔΕΔΑΙΑΤΑΙ
Transliteration A: dedaíatai Transliteration B: dedaiatai Transliteration C: dedaiatai Beta Code: dedai/atai

English (LSJ)

v. δαίω(B). δεδάλας· δέσμας, Id. δέδαλοι· προμαχῶνες, Id. δέδασται, v. δατέομαι.

Spanish (DGE)

v. δαίομαι.

German (Pape)

[Seite 534] zu δαίω teilen; – δέδηε, δεδήει, zu δαίω brennen.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. pf. épq. de δαίομαι.

Russian (Dvoretsky)

δεδαίαται: эп. 3 л. pl. pf. pass. к δαίω I.

Greek (Liddell-Scott)

δεδαίαται: ἴδε ἐν λ. δαίω (Β).

English (Autenrieth)

see δατέομαι.

Greek Monotonic

δεδαίαται: γʹ πληθ. Παθ. Επικ. παρακ. του δαίω Β, διαχωρίζω, διαμοιράζω, διαιρώ.