διαλύτρωσις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ, ransom, ἀνδρῶν, αἰχμαλώτων, Plb.6.58.11, 27.14.1.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
rescate, redención τῶν ἀνδρῶν Plb.6.58.11, τῶν αἰχμαλώτων Plb.27.14.1.
German (Pape)
[Seite 588] ἡ, gegenseitige Auslösung, Pol. 6, 58.
Greek (Liddell-Scott)
διαλύτρωσις: -εως, ἡ, ἀμοιβαία ἀπολύτρωσις, Πολύβ. 6. 58, 11.
Greek Monolingual
διαλύτρωσις (-εως), η (Α) λύτρωσις
η απελευθέρωση αιχμαλώτων με την καταβολή λύτρων.
Russian (Dvoretsky)
διαλύτρωσις: εως ἡ взаимный выкуп (τῶν ἀνδρῶν Polyb.).