διασφαλίζομαι
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
English (LSJ)
secure firmly, Plb.5.69.2, Ph.Byz.Mir.4.2, Herod. Med. ap. Orib.8.7.3:—Pass., σιδήρῳ διησφαλισμένα J.AJ15.11.3.
Spanish (DGE)
fortificar τόπους ... ταῖς χειροποιήτοις κατασκευαῖς Plb.5.69.2
•asegurar, fortalecer τοῦτον ... τετραπέδοις διεσφαλίσατο λίθοις Ph.Byz.Mir.4.2, τοὺς ὀδόντας Herod.Med. en Orib.8.7.3, en v. pas. τὰ δ' ἐντὸς σιδήρῳ διησφαλισμένα las (piedras) de la parte de dentro aseguradas con grapas de hierro I.AI 15.399
•fig. διασφαλιζόμενος ἀξιόχρεως τόκον fijando con seguridad el interés, SEG 38.1462.16 (Enoanda II d.C.), cf. POxy.2104.17 (III d.C.), c. ac. de pers. εἰς τοῦτο μόνον διασφαλιζόμενοι τοὺς τοιούτους IEphesos 43.24 (IV d.C.).
German (Pape)
[Seite 605] 1) = simpl., Pol. 5, 69, 2. – 2) dazwischen befestigen, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
διασφᾰλίζομαι: πρκμ. -ησφάλισμαι, ἀποθ., στερεῶς ἐξασφαλίζω, ὀχυρῶ, Πολύβ. 5. 69. 2, Φίλων Βυζ. π. τ. 7 Θεαμ. 4.
Russian (Dvoretsky)
διασφᾰλίζομαι: сильно укреплять (ταῖς χειροποιήτοις κατασκευαῖς Polyb.).