γερροφόροι
From LSJ
ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
English (LSJ)
οἱ, troops that used wicker shields, X.An.1.8.9, Pl.La. 191c, Str.7.3.17.
Spanish (DGE)
-ων, οἱ
soldados armados con escudos de mimbre Pl.La.191c, X.An.1.8.9, Oec.4.5, Str.7.3.17, Lex.Tht.93.
Greek (Liddell-Scott)
γερροφόροι: οἱ, στρατιῶται φέροντες πεπλεγμένας ἀσπίδας, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 9, Πλάτ. Λάχ. 191C.
Greek Monolingual
γερροφόροι, οι (Α)
ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες, που κρατούσαν γέρρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γέρρον + -φορος < φέρω.
Greek Monotonic
γερροφόροι: οἱ (φέρω), τάγμα στρατού που χρησιμοποιούσε πλεγμένες ασπίδες, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
γερροφόροι: οἱ вооруженные плетеными щитами Xen.
Middle Liddell
φέρω
a kind of troops that used wicker shields, Xen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γερροφόροι -ων, οἱ γέρρον, φέρω soldaten met (rieten) schild.