βεβρώθοις
From LSJ
ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives
English (LSJ)
v. βιβρώσκω.
Spanish (DGE)
v. βιβρώσκω.
Greek (Liddell-Scott)
βεβρώθοις: ἴδε ἐν λ. βιβρώσκω.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. pf. opt. épq. de βιβρώσκω.
Greek Monotonic
βεβρώθοις: βλ. βιβρώσκω· βέβρωκα, παρακ. του ίδ., βεβρώσομαι, Παθ. μελ.
Russian (Dvoretsky)
βεβρώθοις: эп. 2 л. sing. pf. opt. к βιβρώσκω.