βληστρισμός
From LSJ
μνήσθητι τίς μου ἡ ὑπόστασις → remember how short my time is
English (LSJ)
ὁ, tossing, restlessness, Hp.Epid.1.26. β.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): βλητρισμός var. antigua en Erot.Fr.14
medic. inquietud, agitación esp. en agonizantes, Hp.Epid.1.26, 3.1.8, en Erot.l.c., cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 449] ὁ, das Hin- u. Herwerfen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
βληστρισμός: ὁ, ἀνησυχία, στενοχωρία, τὸ ῥίπτεσθαι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, Ἱππ. Ἐπιδ. Α΄, 970.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βληστρισμός -οῦ, ὁ βληστρίζω het liggen woelen (van een zieke).