ἀΐζηλος
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
ον, = ἀΐδηλος, unseen, τὸν μὲν ἀΐζηλον θῆκεν θεός v.l. (prob. Aristarch.) in Il.2.318.
Spanish (DGE)
-ον invisible Hdn.Gr.1.233, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀΐζηλος: -ον, = ἀΐδηλος, ἀόρατος, τὸν μὲν ἀΐζηλον θῆκεν θεός, Ἰλ. Β. 318· κατὰ διόρθωσιν (ἀντὶ τοῦ ἀρίζηλον) τοῦ Βουττμ. καὶ ἄλλων συμφώνως πρὸς τοὺς Σχολιαστάς, τὸν Ἡσύχ. καὶ τὸ Ὁμηρ. Λεξικ. τοῦ Ἀπολλωνίου. - Περὶ τῆς μεταλλαγῆς τοῦ δ εἰς ζ πρβλ. ἀρίδηλος, ἀρίζηλος, καὶ ἴδε Κουρτ. Ἑλλ. Ἐτυμ. σ. 605.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
invisible : τὸν μὲν ἀΐζηλον θῆκεν θεὸς ὅσπερ ἔφηνεν IL le dieu qui l'avait fait paraître le fit disparaître ; au contr. selon d'autres, très visible.
Étymologie: ἀ, ἰδεῖν.
Russian (Dvoretsky)
ἀΐζηλος: невидимый, незримый: τὸν ἀΐζηλον θῆκεν ὅσπερ ἔφηνεν Hom. он сокрыл его, как (прежде) показал.