ἀμαυροφανής
From LSJ
Ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → The mountain was in labor—even Zeus was afraid—but gave birth to a mouse
English (LSJ)
(φαίνομαι) dimly gleaming, of the moon, Stoic. 2.198.
Spanish (DGE)
-ές
tenue, borroso τὸ φῶς τῆς σελήνης Chrysipp.Stoic.2.198.
German (Pape)
[Seite 117] ές, dunkel schimmernd, Stob. ecl. 1 p. 556.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμαυροφᾰνής: (φαίνομαι) ἡ ἀμυδρῶς φαινομένη, περὶ τοῦ φωτισμοῦ σελήνης, ἀμαυροφανές, ἀεροειδὲς γάρ, Στωϊκ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 556.
Greek Monolingual
ἀμαυροφανής, -ές (Α)
(για το φεγγάρι) αυτός που λάμπει αδύναμα, αμυδρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαυρὸς + -φανής < ἐφάνην, φαίνω(-ομαι)].