ἀμετάτρεπτος

From LSJ
Revision as of 12:53, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετάτρεπτος Medium diacritics: ἀμετάτρεπτος Low diacritics: αμετάτρεπτος Capitals: ΑΜΕΤΑΤΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: ametátreptos Transliteration B: ametatreptos Transliteration C: ametatreptos Beta Code: a)meta/treptos

English (LSJ)

ον, = ἀμετάστροφος (not to be turned round, unalterable), Plu. Thes. 17, Iamb. Myst. 6.6, Herm. ap. Stob. 1.4.7b. Adv. ἀμετατρέπτως, gloss on ἀσκελές, Sch. Od. 4.543 ; also ἀμετατρεπτί v.l. in M.Ant 8.5.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inmutable, inconmovible Plu.Thes.17, διαμονὴ τῶν ἐν τῷ κόσμῳ Iambl.Myst.6.6, οἱ νόμοι Sch.E.Ph.538, δύναμις προνοίας Corp.Herm.Fr.13, τὸ ζητούμενον πρᾶγμα Heph.Astr.3.4.9, γνώμη PMichael.45.11 (VI a.C.), Ἄτροπος παρὰ τὸ ἀμετάτρεπτον τῆς μοιριδίου ἀνάγκης Sch.Pi.O.7.118
firme ἔσται ὁ κατηγορῶν ἀ. καὶ ἐπίμονος Heph.Astr.Epit.2.2.20.14, 4.116.18, ψυχή A.Io.23.
2 inconvertible ἀ. πρὸς τὸ ἀγαθὸν φρόνημα Mac.Aeg.M.34.477C
subst. τὸ ἀ. obstinación en el error, negativa a la conversión Origenes Comm.Ser.119 in Mt.
II adv. -ως inconmoviblemente glos. a ἀσκελές Sch.Od.4.543.

German (Pape)

[Seite 123] unwandelbar, fest, Plut. Thes. 17, neben ἀμετάπειστος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάτρεπτος: -ον, = τῷ προηγ., Πλουτ. Θησ. 17. - Ἐπίρρ. -τως Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
immuable, inaltérable.
Étymologie: , μετατρέπω.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀμετάτρεπτος, -ον)
αυτός που δεν μετατράπηκε ή δεν είναι δυνατό να μετατραπεί, σταθερός, αμετάβλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετατρέπω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμετατρεψία].

Greek Monotonic

ἀμετάτρεπτος: -ον, = το προηγ., σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμετάτρεπτος: непоколебимый, непреклонный Plut.