ἀνάκλαστος

From LSJ
Revision as of 13:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάκλᾰστος Medium diacritics: ἀνάκλαστος Low diacritics: ανάκλαστος Capitals: ΑΝΑΚΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anáklastos Transliteration B: anaklastos Transliteration C: anaklastos Beta Code: a)na/klastos

English (LSJ)

ον, bent back, reflected: metaph., of participles derived from Nouns or Adjectives, Plu.2.1011d.

Spanish (DGE)

-ον reflexivo Plu.2.1011d (cód.), v. ἀντανάκλαστος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάκλαστος: -ον, (ἀνακλάω) ὁ εἰς τὰ ὀπίσω κεκαμμένος, ὁ ἀντανακλώμενος. ΙΙ. ἐν τῇ Γραμμ., κλιτός, Πλούτ. 2. 1011D.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάκλαστος, -ον) ἀνακλῶ
ο προς τα πίσω κεκαμμένος, αυτός που έχει υποστεί ανάκλαση
αρχ.
λέγεται για μετοχές που προέρχονται από ουσιαστικά ή επίθετα.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάκλαστος: грам. производный (ὀνόματα, οἷον ὁ φρονῶν ἀπο τοῦ φρονίμου Plut.).