ἀνεξίτηλος

From LSJ
Revision as of 13:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεξίτηλος Medium diacritics: ἀνεξίτηλος Low diacritics: ανεξίτηλος Capitals: ΑΝΕΞΙΤΗΛΟΣ
Transliteration A: anexítēlos Transliteration B: anexitēlos Transliteration C: aneksitilos Beta Code: a)neci/thlos

English (LSJ)

[ῐ], ον, indelible, βαφή Poll.1.44.

Spanish (DGE)

-ον
1 indeleble, βαφή Poll.1.44.
2 neutr. subst. τὸ ἀ. fijeza Cyr.Al.M.68.497C.

German (Pape)

[Seite 224] unvergänglich, Poll. 1, 44.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεξίτηλος: [ῐ], -ον, ἀνεξάλειπτος, βαφὴ Πολυδ. Α΄, 44.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεξίτηλος, -ον)
ανεξάλειπτος, άσβηστος (ιδίως για χρώματα ή γράμματα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + αρχ. εξίτηλος (< έξειμι) «αυτός που εύκολα εξαλείφεται»].