ἀναφλογίζω
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
= ἀναφλέγω, Call.Epigr.inc.2, AP12.127 (Mel.).
Spanish (DGE)
encender (los rayos del amor) AP 12.127 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 214] = ἀναφλέγω, λύχνον Ep. ad. 46 (IX, 15); Mel. 26 (XII, 127).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφλογίζω: ἀναφλέγω, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 67, Ἀνθ. Π. 12. 127.
Greek Monolingual
(Α ἀναφλογίζω)
αναφλέγω, ανάβω, κάνω να βγει νέα φλόγα.
Greek Monotonic
ἀναφλογίζω: = ἀναφλέγω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναφλογίζω: Anth. = ἀναφλέγω.