ἀνορθιάζω
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
English (LSJ)
A call out, shout aloud, And.1.29. II prick up, τὰ ὦτα Ph.2.188,al.:—Pass., ἐγήγερται καὶ ἀνωρθίασται 1.381.
Spanish (DGE)
1 gritar, chillar ταῦτα τὰ δεινὰ καὶ φρικώδη And.Myst.29.
2 aguzar τὰ ὦτα Ph.2.188, en v. med. (ἀκοάς τε καὶ ὄψεις) Ph.1.381.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνορθιάζω: φωνάζω ἰσχυρῶς, καὶ γὰρ οἱ λόγοι τῶν κατηγόρων ταῦτα τὰ δεινὰ καὶ φρικώδη ἀνωρθίαζον, μεταφ., ἀπὸ τῶν ὀρθίων νόμων, δηλ. μουσικῶν ῥυθμῶν, Ἀνδοκ. 5. 5. ΙΙ. ἀνεγείρω, ἀνορθώνω, τὰ ὦτα Φίλων 2. 188.
Greek Monolingual
ἀνορθιάζω (Α) [[[ορθιάζω]] «φωνάζω»]
1. μτφ. ανορθώνω από τους ορθίους νόμους μουσικούς ρυθμούς
2. φωνάζω δυνατά
3. ανασηκώνω.