ἀντιχαλεπαίνω
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
English (LSJ)
to be embittered against, D.H.17.5, Plu.2.468b.
Spanish (DGE)
estar enfadado a su vez, estar disgustado c. dat. τοῖς ἐκείνων πάθεσι Plu.2.468b
•abs. D.H.17.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιχᾰλεπαίνω: χαλεπαίνω κατὰ χαλεπήναντος, Διον. Ἁλ. Ἐκλογαὶ τ. 4, σ. 2335, 17, ἔκδ. Reisk., Πλούτ. 2. 468Β.
French (Bailly abrégé)
se fâcher ou être fâché contre, τινι.
Étymologie: ἀντί, χαλεπαίνω.
Greek Monolingual
ἀντιχαλεπαίνω (Α)
οργίζομαι, δυσανασχετώ εναντίον κάποιου.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιχᾰλεπαίνω: в свою очередь сердиться (τινί Plut.).