ἀντιταλαντεύω
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
A = ἀντισηκόω, APl.4.221 (Theaet.); put into the opposite scale, Lib.Decl.43Intr.2.
Spanish (DGE)
1 contrapesar τὴν ἐκείνων ὠκύτητα τῇ ἑαυτοῦ βραδύτητι Iren.Lugd.Haer.1.17.1, cf. Gr.Naz.M.37.770A
•hacer contrapeso ἡ ἀντιταλαντεύουσα γνῶσις Clem.Al.Paed.1.9.88
•poner como contrapeso τὸ μῖσος Lib.Decl.43 intr.2.
2 frustrar τὰς ἐλπίδας AP 16.221 (Theaet.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιτᾰλαντεύω: ἀντισηκόω, Ἀνθ. Πλαν. 221, Λιβάν. 4. 798.
French (Bailly abrégé)
contrebalancer, compenser.
Étymologie: ἀντί, ταλαντεύω.
Greek Monotonic
ἀντιτᾰλαντεύω: μέλ. -σω = ἀντισηκόω, σε Ανθ.
Middle Liddell
= ἀντισηκόω, to counterbalance, compensate for, Anth.