ἀπαλλαξείω
γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead
English (LSJ)
Desiderat. of ἀπαλλάσσομαι, wish to be delivered from, wish to get rid of, desire to free oneself, desire to rid oneself, τινός Th.1.95,3.84, Procop.Arc.4.
Spanish (DGE)
desear librarse τοῦ Μηδικοῦ πολέμου Th.1.95, καὶ ἐπὶ τούτοις ἤδη ἔλεγον ἀπαλλαξείων Aristid.Or.47.49, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 276] befreit zu werden wünschen, gern weggehen wollen, Thuc. 1, 95. 3, 84.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαλλαξείω: ἐφετ. τοῦ ἀπαλλάσσομαι, ἐπιθυμῶ νὰ ἐλευθερωθῶ, νὰ ἀπομακρυνθῶ ἀπό τινος, νὰ ἀπαλλαχθῶ, τινος Θουκ. 1. 95. 3. 84.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
avoir le désir d'être délivré ou de s'en aller.
Étymologie: ἀπαλλάττω.
Greek Monotonic
ἀπαλλαξείω: εφετ. του ἀπαλλάσσομαι, επιθυμώ να ελευθερωθώ, να λυτρωθώ, να απομακρυνθώ από κάποιον, τινός, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαλλαξείω: [desiderat. к ἀπαλλασσομαι] желать освободиться, уйти (τινός Thuc.).
Middle Liddell
[Desiderat. of ἀπαλλάσσομαι.]
to wish to be delivered from or get rid of, τινός Thuc.