ἀπηλιωτικός
ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
English (LSJ)
ή, όν, from the quarter of the ἀπηλιώτης, Arist.Mete.364a21, POxy. 985 (i A.D.), Ptol.Geog.1.11.1.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): ἀφηλιωτικός, -ή, -όν Ptol.Geog.1.11.1, Gem.2.11
del lado del viento del Este, oriental (πνεύματα) Arist.Mete.364a21, μέρος Ptol.l.c., PPrincet.176.3 (III d.C.), τρίγωνος Gem.2.11, γωνία SB 12021.10 (IV/V d.C.), χῶμα POxy.985 (I d.C.)
•subst. οἱ ἀ. los orientales, Corp.Herm.Fr.24.12.
German (Pape)
[Seite 290] zum Ostwind gehörig, von Osten her, Arist. meteor. 2, 13 u. Sp.
Greek Monolingual
ἀπηλιωτικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που προέρχεται από το μέρος του απηλιώτη, από την ανατολή.
Russian (Dvoretsky)
ἀπηλιωτικός: дующий с востока (πνεύματα, ἄνεμος Arst.).