ἀπηρής

From LSJ
Revision as of 13:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπηρής Medium diacritics: ἀπηρής Low diacritics: απηρής Capitals: ΑΠΗΡΗΣ
Transliteration A: apērḗs Transliteration B: apērēs Transliteration C: apiris Beta Code: a)phrh/s

English (LSJ)

ές, = ἄπηρος, unharmed, able-bodied, non-disabled A.R.1.888 (ap.EM122.4; ἀπήμοσιν codd.), v.l. A.R.1.556 (on the accent v. Hdn.Gr.1.7).

Spanish (DGE)

-ές
• Alolema(s): ἀπαρές Hsch.
incólume, indemne ἑταῖροι A.R.1.888, cf. EM 122.4G., ἀπαρές· ὑγιές Hsch.
incólume, sin desastres νόστος A.R.1.556, cf. Hdn.Gr.1.71.

German (Pape)

[Seite 290] ές (πηρός), nicht verstümmelt, unversehrt, Ap. Rh. 1, 888.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπηρής: -ές, (πηρὸς) ὁ μὴ πεπηρωμένος, ὁ μὴ παθὼν πήρωσιν, ἄρτιος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 888. - Ἐπίρρ. ἀπηρῶς, ἴδε Κραμήρου Ἀν. Ὀξ. 1. 84.

Greek Monolingual

ἀπηρής, -ές κ. ἄπηρος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει καμία σωματική ή πνευματική αναπηρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πηρός «σακάτης»].