ἀρθρωδία
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
English (LSJ)
ἡ, a particular kind of articulation, where the surfaces are only slightly concave and convex, ib.736.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
articulación tipo de διάρθρωσις al igual que ἐνάρθρωσις y γίγγλυμος Gal.2.735, e.e. aquélla con superficies ligeramente cóncavas y convexas, Gal.2.736.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρθρωδία: ἡ, ἰδιαίτερον εἶδος ἀρθρώσεως, καθ’ ἥν αἱ ἐπιφάνειαι εἶναι μόνον ὀλίγον κυρταὶ καὶ κοῖλαι, Γαλην. 2. 736.
Greek Monolingual
η (Α ἀρθρωδία) αρθρώδης
άρθρωση η οποία χαρακτηρίζεται από επίπεδες αρθρικές επιφάνειες και πολύ περιορισμένης έκτασης κινήσεις ολίσθησης προς όλες τις διευθύνσεις (π.χ. η ακρώμια κλειδική άρθρωση).