ἀρτυσία
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ἡ, art of seasoning, cj. Mein. in Alex.36.9.
Spanish (DGE)
(ἀρτῡσία) -ας, ἡ condimentación Alex.36.9 (cj.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτῡσία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ ἀρτύειν, καρυκεύειν δι’ ἀρτυμάτων, ὡς τὸ ὀψαρτυσία, Ἀθήν. 544Ε, πρβλ. Mein. Ἄλεξ. ἐν «Γαλατείᾳ» 1, 9, ἔνθα γράφεται ἀρτηρίαν.
Greek Monolingual
ἀρτυσία, η (Α) αρτύω
η τέχνη του μαγείρου να κάνει πιο νόστιμα τα φαγητά προσθέτοντας αρτύματα, καρυκεύματα.