ἀφιέρωσις
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
εως, ἡ, hallowing, dedication, D.S.1.90, Plu.Publ.15; χρημάτων BMus.Inscr.481*.386 (Ephesus, ii A.D.).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): ἀποιέρωσις Robert, Les Gladiateurs 6.3 (Apolonia de Iliria II d.C.), PMag.62.38
dedicación, consagración τῶν ζῴων D.S.1.90, cf. 1.17, τοῦ ἔργου Plu.Publ.15, χρημάτων IEphesos 27.386 (II d.C.), ἀποκατάστησε (sic) εἰς τὰς ἀποιερώσις ὑμῶν PMag.l.c., cf. Robert, Les Gladiateurs l.c., τῶν ἄρτι νεοπαγῶν προσευκτηρίων ἀφιερώσεις Eus.HE 10.3.1, τοῦ νεώ Soz.HE 2.26, περὶ τῆς Ἀμαζόνων ἀφιερώσεως Harp.s.u. Ἀμαζόνειον.
German (Pape)
[Seite 410] ἡ. die Weihung, Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφιέρωσις: -εως, ἡ, τὸ καθιεροῦν τι, ἡ καθιέρωσις, Διόδ. 1. 90, Πλουτ. Ποκλ. 15.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
consécration, dédicace.
Étymologie: ἀφιερόομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀφιέρωσις: εως ἡ освящение, посвящение Diod., Plut.