ἁμαξίτης

From LSJ
Revision as of 15:04, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμαξίτης Medium diacritics: ἁμαξίτης Low diacritics: αμαξίτης Capitals: ΑΜΑΞΙΤΗΣ
Transliteration A: hamaxítēs Transliteration B: hamaxitēs Transliteration C: amaksitis Beta Code: a(maci/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, of or for wagon, φόρτος AP 9.306 (Antiphil.).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Prosodia: [-ῑ-]
1 de carreta φόρτος AP 9.306 (Antiphil.).
2 caminero epít. de Hermes BCH 85.846 (Paros).

German (Pape)

[Seite 115] ὁ, zum Wagen gehörig, φόρτος Antiphil. 27 (IX, 306).

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξίτης: [ῑ], -ου, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος δι’ ἅμαξαν: φόρτος Ἀνθ. Π. ΙΧ. 306.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
de chariot.
Étymologie: ἅμαξα.

Greek Monolingual

ἁμαξίτης, ο (Α)
της άμαξας, για άμαξα
«ἁμαξίτης φόρτος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + παραγ. κατάλ. -ίτης].

Greek Monotonic

ἁμαξίτης: [ῑ], -ου, ὁ (ἅμαξα), αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για άμαξα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἁμαξίτης: ου (ῑ) adj. m погружаемый или погруженный на воз (φόρτος Anth.).

Middle Liddell

ἅμαξα
of or for a wagon, Anth.