ἁμιλλητικός
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
ή, όν, of or for contest, Pl.Sph. 225a.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
opuesto, enfrentado προσκρουστικὸς ἀεὶ καὶ ἁμιλλητικὸς πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας Dam.Fr.278a
•τὸ ἁ. la rivalidad op. τὸ μαχητικόν Pl.Sph.225a.
German (Pape)
[Seite 125] zum Wettkampfe gehörig, Plat. Soph. 225 a, dem μαχητικός entggstzt.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμιλλητικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς ἀγῶνα, Πλάτ. Σοφ. 225Α.
Greek Monolingual
ἁμιλλητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που αναφέρεται στην άμιλλα ή ρέπει προς αυτήν, αγωνιστικός, ανταγωνιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμιλλῶμαι + παραγ. κατάλ. -τικός].
Russian (Dvoretsky)
ἁμιλλητικός: (ᾰμ) состязательный (γένος Plat.).