εἰκονολογία

From LSJ
Revision as of 15:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰκονολογία Medium diacritics: εἰκονολογία Low diacritics: εικονολογία Capitals: ΕΙΚΟΝΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: eikonología Transliteration B: eikonologia Transliteration C: eikonologia Beta Code: ei)konologi/a

English (LSJ)

ἡ, figurative speaking, Pl.Phdr.267c,269a (pl.).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
expresión mediante imágenes, διπλασιολογία καὶ γνωμολογία καὶ εἰ. del sofista Polo, Pl.Phdr.267c, cf. 269a.

German (Pape)

[Seite 727] ἡ, das Sprechen in Bildern, Plat. Phaedr. 267 c.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκονολογία: ἡ, ἡ δι’ εἰκόνων μεταφορικὴ ὁμιλία, Πλάτ. Φαῖδρ. 267C, 269A.

Greek Monolingual

η (Α εἰκονολογία)
νεοελλ.
1. η μελέτη τών έργων τών μεγάλων ζωγράφων
2. η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη τών συμβόλων της αρχαίας και της χριστιανικής θρησκείας
αρχ.
μεταφορική ομιλία με εικόνες.

Russian (Dvoretsky)

εἰκονολογία:образная речь Plat.