ἐγκαυστικός

From LSJ
Revision as of 15:21, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαυστικός Medium diacritics: ἐγκαυστικός Low diacritics: εγκαυστικός Capitals: ΕΓΚΑΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: enkaustikós Transliteration B: enkaustikos Transliteration C: egkafstikos Beta Code: e)gkaustiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for burning in: ἡ ἐ. (sc. τέχνη) the art of encaustic painting, Plin.HN35.122. 2 inflammatory, πυρετός Herod.Med. ap. Aët.5.129.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 pintado al encausto ἐγκαυστικὰ χρήματα prob. ref. a obras de arte u objetos, Io.Mal.Chron.12.294
subst. ἡ ἐ. técnica de pintura al encausto Plin.HN 35.122.
2 medic. ardiente de la fiebre alta πυρετοί Herod.Med. en Aët.5.133.

German (Pape)

[Seite 707] ή, όν, zum Einbrennen gehörig; ἡ ἐγκαυστική, sc. τέχνη, die Kunst, eingebrannte Gemälde zu verfertigen, Sp., Plin.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαυστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἔγκαυσιν· ἡ ἐγκαυστικὴ (ἐνν. τέχνη) ἡ τέχνη τοῦ ζωγραφεῖν δι’ ἐγκαύσεως (πρβλ. ἐγκαίω), Πλίν. Η. Ν. 35. 39.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐγκαυστικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει στην έγκαυση
2. το θηλ. ως ουσ. η εγκαυστική
ζωγραφική τέχνη που γίνεται με χρώματα λειωμένα με κερί
αρχ.
αυτός που προκαλεί φλόγωση.