ἀτημέλητος

From LSJ
Revision as of 15:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτημέλητος Medium diacritics: ἀτημέλητος Low diacritics: ατημέλητος Capitals: ΑΤΗΜΕΛΗΤΟΣ
Transliteration A: atēmélētos Transliteration B: atēmelētos Transliteration C: atimelitos Beta Code: a)thme/lhtos

English (LSJ)

ον, A unheeded, unnoticed, X.Cyr.5.4.18, 8.1.14, and so prob. in A.Ag.891. Adv. -τως, ἔχειν to be uncared for, X.Cyr. 8.1.15. 2 slovenly, οὐκ ἀ. τοὺς κικίννους Alciphr.3.55; τὸ ἀ. τῶν τριχῶν Jul.Mis.365d.

Spanish (DGE)

-ον
1 desatendido κλαίουσα λαμπτηρουχίας ἀτημελήτους llorando por las luminarias desatendidas (e.d. que no se encienden), A.A.891, οὐδένα ἀτημέλητον παρέλειπεν X.Cyr.5.4.18, cf. 8.1.14, Ph.1.238, νεοττοί Olymp.Iob 38.41
del pelo descuidado, desaseado κικίννοι Alciphr.3.19.3
subst. τὸ ἀ. τῶν τριχῶν Iul.Mis.365d.
2 adv. -ως sin atender μηδὲν τῶν οἰκείων ἀ. ἔχειν X.Cyr.8.1.15.

German (Pape)

[Seite 386] vernachlässigt, Xen. Cyr. 8, 1, 14; λαμπτηρουχίαι, d. i. nicht angezündete, Aesch. Ag. 865; ἀτημελήτως ἔχειν, vernachlässigt werden, Xen. Cyr. 8, 1, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτημέλητος: -ον, περὶ οὗ οὐδεὶς προσέχει ἢ φροντίζει, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 18., 8. 1, 14. 2) ὁ ἐκπεσὼν τῶν ἐλπίδων, ὁ ἀποτυχών, Αἰσχύλ. Ἀγ. 891. ΙΙ. ἐνεργ., μηδεμίαν προσοχὴν δίδων, ἀμελής, νωθρός, Ἀλκίφρ. 3. 55: - Ἐπίρρ., ἀτημελήτως ἔχειν τινός, μηδόλως προσέχειν εἴς τι..., Ξεν. Κύρ. 8. 1, 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 négligé;
2 perdu, ruiné.
Étymologie: , τημελέω.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀτημέλητος, -ον) τημελώ
μσν.- νεοελλ.
αυτός που παραμελεί την εμφάνιση του, απεριποίητος
αρχ.
1. αυτός που δεν τον φροντίζει, που δεν τον προσέχει κανείς
2. εκείνος που δεν ελπίζει πια τίποτε, αποτυχημένος
3. νωθρός, αδιάφορος.

Greek Monotonic

ἀτημέλητος: -ον (τημελέω
I. 1. παραμελημένος, αυτός που δεν φροντίζει κανείς, σε Ξεν.
2. σαστισμένος, απογοητευμένος, σε Αισχύλ.
II. αυτός που δεν δίνει προσοχή, αμελής, σε Αλκίφρ.· επίρρ., ἀτημελήτως ἔχειν, δεν δίνω προσοχή σε κάτι, με γεν., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀτημέλητος:
1) Xen. = ἀτημελής 1;
2) оставленный без внимания, т. е. не зажженный (λαμπτηρουχίαι Aesch.).

Middle Liddell

τημελέω
I. unheeded, uncared for, Xen.
2. baffled, disappointed, Aesch.
II. taking no heed, slovenly, Alciphro:—adv., ἀτημελήτως ἔχειν to take no heed of a thing, c. gen., Xen.

English (Woodhouse)

uncared for, unheeded, neglected

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)