ἐνάερος
English (LSJ)
[ᾱ], ον, tinted like the air, Χρῶμα Plu.2.915c.
Spanish (DGE)
-ον
1 propio del aire ἐ. γὰρ τὸ τοῦ λίνου χρῶμα καὶ ἀπατηλὸν ἐν θαλάττῃ el color de las redes es el del aire y resulta engañoso en el mar para los peces, Plu.2.915c, cf. 966f.
2 aéreo νεοττιά por encontrarse en la copa de los árboles, Porph.ad Il.33.17.
German (Pape)
[Seite 825] lustig, luftfarbig, χρῶμα Plut. Qu. n. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνάερος: ᾱ, ον, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ἀέρος, μὴ διακρινόμενος, μὴ φαινόμενος, ἐνάερον γὰρ τὸ τοῦ λίνου χρῶμα καὶ ἀπατηλὸν ἐν θαλάττῃ Πλούτ. 2. 915C, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ressemble à l'air, transparent comme l'air.
Étymologie: ἐν, ἀήρ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐνάερος, -ον)
εναέριος
αρχ.
αυτός που έχει το χρώμα του αέρα, που δεν διακρίνεται.
επίρρ...
ενάερα και ανάερα
εναέρια, με εναέριο τρόπο, ανάλαφρα.
Russian (Dvoretsky)
ἐνάερος: (ᾱ) цвета воздуха, воздушный (χρῶμα Plut.).