ἄπεργος

From LSJ
Revision as of 16:19, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπεργος Medium diacritics: ἄπεργος Low diacritics: άπεργος Capitals: ΑΠΕΡΓΟΣ
Transliteration A: ápergos Transliteration B: apergos Transliteration C: apergos Beta Code: a)/pergos

English (LSJ)

ον, A idle, f.l. for ἀργός, Artem.1.42. II obsolete, Phld. Rh.1.354 S.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀπεργός Hsch.
1 fuera de uso, pasado de moda ἄπεργα ποιοῦσι καινὰ [φ] αίνεσθαι Phld.Rh.1.354.
2 de pers. sin trabajo, SEG 27.545.9, 13, 17 (Samos III a.C.), cf. ἀπεργός· ἀργός Hsch.
3 subst. τὸ ἄ. lado no trabajado, no labrado (λίθοι) ἄ. ἔχοντες IG 22.1666A.98, B.48, 70 (Eleusis IV a.C.).

German (Pape)

[Seite 287] (ἔργον), unthätig, müssig, Artemid. 1, 42.

Greek Monolingual

ἄπεργος, ο (Α)
αυτός που δεν εργάζεται, ο οκνηρός.

Greek Monolingual

ο
αυτός που κατεβαίνει, μετέχει σε απεργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. άπεργος «αργός, οκνηρός» < απ(ο)- + -εργος < έργον].