ἔησθα
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
Ep. 2sg. impf. of εἰμί (sum). ἔῃσι, Ep. 3sg. subj. pres. of εἰμί (sum). ἐητύς, ύος, ἡ, goodness, Hsch. ἔθα· πάλιν, Id.
Spanish (DGE)
v. εἰμί.
Greek (Liddell-Scott)
ἔησθα: β΄ ἑνικ. Ἐπ. παρατ. τοῦ εἰμὶ (sum).
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. impf. épq. de εἰμί.
Greek Monotonic
ἔησθα: Επικ. βʹ ενικ., Επικ. αντί ἦς, βʹ ενικ. παρατ. του εἰμί (sum).