ἔκτισμα
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
v. ἔκτεισμα.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): ἔκτεισμα Pl.R.615b
1 indemnización, reparación, castigo c. gen. ἐγγυητὴν λαμβάνομεν ἐκτίσματος οὐδενός = no te aceptamos como garante de ninguna reparación D.H.19.10.3, c. gen. obj. τὸ ἔκτισμα τοῦ ἀδικήματος Pl.R.615b, προβάτων ἔκτισμα καὶ βοῶν D.H.9.27.4
•multa pecuniaria τὸ δὲ ἔκτισμα αὐτὸς αὑτῷ κομιζέσθω κατὰ τὸν νόμον Pl.Lg.868b, τόδε ἄλλο κατέβαλε ἔκτισμα Πεισίδικος IG 11(2).144A.20 (Delos IV a.C.), ἄλλας (δραχμὰς) παρ' Ἡγία ἔκτισμα ἐξ εὐθυνῶν IG 11(2).162A.41 (Delos III a.C.) οὐ ... θανάτου γ' αὐτὸν (τὸν Μενήνιον) οἱ καταδικασάμενοι ἐτίμησαν, ἀλλ' ἐκτίσματος D.H.9.27.3.
2 reintegro, pago de un rescate ἄποινα τὰ ἀντί τινος ἐκτίσματα Apollon.Lex.537, Hsch.s.u. ἄποινα, de deudas τὸ πάντων χρεῶν ... ἀναγκαιότατον ἔκτισμα Basil.Eunom.528B.
German (Pape)
[Seite 781] τό, die erlegte Buße, Plat. Rep. X, 615 b; D. Hal. 10, 52.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκτισμα: τό, τὸ ἐκτινόμενον ὡς ποινή, πρόστιμον, Πλάτ. Νόμ. 868Β, Διον. Ἁλ. 10. 52.
Greek Monolingual
ἔκτισμα και ἔκτεισμα, το (Α)
αυτό που πληρώνεται ως ποινή, το πρόστιμο («τὸ δὲ ἔκτισμα αὐτὸς αὐτῷ κομιζέσθω κατὰ τὸν νόμον», Πλάτ.).