ἄπικρος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ον, not bitter, τῷ ἤθει Arist.VV1250a42, cf. Ptol.Tetr.158.
Spanish (DGE)
-ον
no amargo ἄπικρον ... τῷ ἤθει dulce de carácter Arist.VV 1250a43.
German (Pape)
[Seite 291] ohne Bitterkeit, Arist. Virt. et vit. 4, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπικρος: -ον, ὁ μὴ πικρός, Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακ. 4. 3.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄπικρος, -ον)
αυτός που δεν είναι πικρός
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει πίκρες ή βάσανα.
Russian (Dvoretsky)
ἄπικρος: лишенный горечи Arst.