covenant
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English > Greek (Woodhouse)
subs.
P. and V. σύμβασις, ἡ, συνθῆκαι, αἱ, σύνθημα, τό.
Bond: P. συγγραφή, ἡ, συμβόλαιον, το, συνάλλαγμα, τό.
Promise: P. and V. ὑπόσχεσις, ἡ.
Make a covenant: P. and V. σύμβασιν ποιεῖσθαι; see v. covenant.
v. intrans.
P. and V. συμβαίνειν, συντίθεσθαι.
Promise: P. and V. ὑπισχνεῖσθαι, ὑφίστασθαι, V. ὑπίσχεσθαι.
Covenant with: P. and V. συμβαίνειν (dat.), συντίθεσθαι (dat ).