κάθετον

From LSJ
Revision as of 18:24, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

French (Bailly abrégé)

duel ao.2 de καθίημι;
acc. masc. ou neutre de κάθετος.

Greek (Liddell-Scott)

κάθετον: -ον, (καθίημι) ἀφειμένος πρὸς τὰ κάτω, κάθετος, πρὸς τὴν γῆν Ἀριστ. Μηχαν. 30, 2· - ὡς οὐσιαστ., 1) κάθετος (δηλ. γραμμή), ἡ, Τιμ. Λοκρ. 98Β, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 3, 7., 3. 5, 14, κ. ἀλλ.· - πρὸς τὴν κάθετον δ’ ἐμετρήθη (πρὸς κάθετον δ’ ἐμέτρει ἔκδ. Κοραῆ, ἔνθα ἴδε σημ.) Ἐπιγρ. παρὰ Πλουτ. Αἰμ. 15· κατὰ κάθετον ἢ πρὸς κάθετον, καθέτως, Πλούτ. 2. 890F, 938Α· - κάθετον ὕψος, τριῶν ἥμισυ σταδίων ἒχον τὴν κάθετον Στράβ. 379. 2) (καθ. ὁρμιά), εἶδος ὁρμιᾶς, κοινῶς καθητή, Ὀππ. Ἁλ. 3. 77, 138· τριχίνης καθέτου Ἀνθ. Π. 7. 637, (ἔνθακῶδιξ. καθέτης). 3) σχοινίον ἔχον εἰς τὴν μίαν ἄκραν βάρος τι δι’ οὗ διακρίνει ὁ κτίστης τοὺς ὀρθοὺς ἢ μὴ τοιούτους τῶν τοίχων, Ἀμμών., κοινῶς «σαοῦλι» καὶ «σαλαμαντρί». 4) (ἐξυπ. ἀμνὸς ἢ βοῦς), ὁ, «κάθετος· ὁ καθιέμενος εἰς τὸ πέλαγος ἀμνὸς» Λυσ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λ.· - «κάθετον: ἔστι μὲν γραμμή τις παρὰ γεωμέτραις· σημαίνει δὲ καὶ βοῦν τινα καθιέμενον εἰς τὴν θάλασσαν ἐπὶ θυσίᾳ τῷ Ποσειδῶνι» Φώτ., Σουΐδ. ΙΙ. καταρρακτὴ θύρα, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 115.

Russian (Dvoretsky)

κάθετον: HH dual. aor. 2 к καθίημι.