κάθετον
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
French (Bailly abrégé)
duel ao.2 de καθίημι;
acc. masc. ou neutre de κάθετος.
Greek (Liddell-Scott)
κάθετον: -ον, (καθίημι) ἀφειμένος πρὸς τὰ κάτω, κάθετος, πρὸς τὴν γῆν Ἀριστ. Μηχαν. 30, 2· - ὡς οὐσιαστ., 1) κάθετος (δηλ. γραμμή), ἡ, Τιμ. Λοκρ. 98Β, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 3, 7., 3. 5, 14, κ. ἀλλ.· - πρὸς τὴν κάθετον δ’ ἐμετρήθη (πρὸς κάθετον δ’ ἐμέτρει ἔκδ. Κοραῆ, ἔνθα ἴδε σημ.) Ἐπιγρ. παρὰ Πλουτ. Αἰμ. 15· κατὰ κάθετον ἢ πρὸς κάθετον, καθέτως, Πλούτ. 2. 890F, 938Α· - κάθετον ὕψος, τριῶν ἥμισυ σταδίων ἒχον τὴν κάθετον Στράβ. 379. 2) (καθ. ὁρμιά), εἶδος ὁρμιᾶς, κοινῶς καθητή, Ὀππ. Ἁλ. 3. 77, 138· τριχίνης καθέτου Ἀνθ. Π. 7. 637, (ἔνθα ὁ κῶδιξ. καθέτης). 3) σχοινίον ἔχον εἰς τὴν μίαν ἄκραν βάρος τι δι’ οὗ διακρίνει ὁ κτίστης τοὺς ὀρθοὺς ἢ μὴ τοιούτους τῶν τοίχων, Ἀμμών., κοινῶς «σαοῦλι» καὶ «σαλαμαντρί». 4) (ἐξυπ. ἀμνὸς ἢ βοῦς), ὁ, «κάθετος· ὁ καθιέμενος εἰς τὸ πέλαγος ἀμνὸς» Λυσ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λ.· - «κάθετον: ἔστι μὲν γραμμή τις παρὰ γεωμέτραις· σημαίνει δὲ καὶ βοῦν τινα καθιέμενον εἰς τὴν θάλασσαν ἐπὶ θυσίᾳ τῷ Ποσειδῶνι» Φώτ., Σουΐδ. ΙΙ. καταρρακτὴ θύρα, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 115.
Russian (Dvoretsky)
κάθετον: HH dual. aor. 2 к καθίημι.