αὐτομαθής

From LSJ
Revision as of 19:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτομᾰθής Medium diacritics: αὐτομαθής Low diacritics: αυτομαθής Capitals: ΑΥΤΟΜΑΘΗΣ
Transliteration A: automathḗs Transliteration B: automathēs Transliteration C: aftomathis Beta Code: au)tomaqh/s

English (LSJ)

ές, having learnt of oneself, Ph.1.35, al., Plu.2.992a; τινός self-taught, of persons, in a thing, AP6.218 (Alc.); of that which is learnt, ἐπιστήμη Ph.1.164; spontaneous, συγγένειαν εἶναι μούσαις αὐτομαθῆ Phld.Po.2.47. Adv. αὐτομαθῶς = learning by oneself Philostr.VS1.15.2, Ph.1.62.

Spanish (DGE)

(αὐτομᾰθής) -ές
I 1de cosas o abstr. que ha sido aprendido por sí mismo ἡ τῶν θηρίων φρόνησις Plu.2.992a, ἐπιστήμη Ph.1.164, συγγένεια ... Μούσαις Phld.Po.B.25.3.19.
2 de pers. y anim. que ha aprendido por sí mismo ἐκεῖνος Ph.1.35, de Palamedes, Philostr.Her.41.1, ref. a una enseñanza divina θῆρα, τῶν ὀρχησμῶν αὐτομαθῆ Κυβέλης fiera que ha aprendido por sí misma las danzas de Cíbele, AP 6.218.
II adv. αὐτομαθῶς = de forma natural γενέσθαι ... αὐ. σοφόν Philostr.VS 498, ἔχειν τὴν ἀρετὴν αὐ. Ph.1.62.

German (Pape)

[Seite 398] ές, für sich, ohne Anweisung gelernt habend, τινός Alc. Mess. 8 (VI, 218); Plut. Gryll. 9.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui s'est instruit par lui-même.
Étymologie: αὐτός, μανθάνω.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτομᾰθής: -ές, ἀφ’ ἑαυτοῦ μαθών, αὐτοδίδακτος, Πλούτ. 2. 992 Α· μ. γεν., τὸν ὀρχησμῶν αὐτομαθῆ Κυβέλης Ἀνθ. Π. 6. 218. - Ἐπίρρ. αὐτομαθῶς Φιλόστρ. 498.

Greek Monolingual

αὐτομαθής, -ές (Α)
αυτοδίδακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -μαθής < μάθος < μανθάνω.

Greek Monotonic

αὐτομᾰθής: -ές (μαθεῖν), αυτός που έχει μάθει από μόνος του, αυτοδίδακτος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτομᾰθής: обучающийся сам, самоучка (Plut.; ὀρχησμῶν αὐ. Anth.).

Middle Liddell

μαθεῖν
having learnt of oneself, self- taught, Anth.