εὐθυμάχος

From LSJ
Revision as of 19:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

German (Pape)

[Seite 1070] = εὐθυμάχης, ἄνδρες Simon. 18 (VI, 442); π ολιῆται 30 (App. 73).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui va droit à l'ennemi.
Étymologie: εὐθύς, μάχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθυμάχος: ᾰ, ον, = εὐθυμάχης, Σιμωνίδ. 108, Ἀνθ. Π. παράρτ. 73.

Greek Monolingual

εὐθυμάχος, -ον (Α)
ο ευθυμάχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθύς + -μάχος (< μάχομαι)
πρβλ. μονομάχος, ναυμάχος].

Greek Monotonic

εὐθυμάχος: [ᾰ], -ον, = εὐθυμάχης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐθῠμάχος: сражающийся в открытом бою Anth.

Middle Liddell

εὐθυ-μά˘χος, ον = εὐθυμάχης, Anth.]