εὐθυμάχος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
German (Pape)
[Seite 1070] = εὐθυμάχης, ἄνδρες Simon. 18 (VI, 442); π ολιῆται 30 (App. 73).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui va droit à l'ennemi.
Étymologie: εὐθύς, μάχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθυμάχος: ᾰ, ον, = εὐθυμάχης, Σιμωνίδ. 108, Ἀνθ. Π. παράρτ. 73.
Greek Monolingual
εὐθυμάχος, -ον (Α)
ο ευθυμάχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθύς + -μάχος (< μάχομαι)
πρβλ. μονομάχος, ναυμάχος].
Greek Monotonic
εὐθυμάχος: [ᾰ], -ον, = εὐθυμάχης, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὐθῠμάχος: сражающийся в открытом бою Anth.
Middle Liddell
εὐθυ-μά˘χος, ον = εὐθυμάχης, Anth.]